- λαχούρι
- το1. είδος λεπτού μεταξωτού αργυροχρυσοκέντητου υφάσματος2. συνεκδ. το χαρακτηριστικό σχέδιο το οποίο υπάρχει στην ύφανση τού υφάσματος αυτού3. σάλι ή πέπλο γυναικών κατασκευασμένο με τέτοιο ύφασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. lahuri < κύριο όν. Lahore, πόλη τού Πακιστάν].
Dictionary of Greek. 2013.